- ἴτριον
- ἴτριονcakeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίτριον — ἴτριον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά ἴτρια πλακούντια (πίτες) από σουσάμι και μέλι (όπως περίπου το σημερ. παστέλι) ή από αλεύρι, γάλα και μέλι ή με διάφορες άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ἰτρίοις — ἴτριον cake neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτρίοισιν — ἴτριον cake neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτρίου — ἴτριον cake neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτρίων — ἴτριον cake neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτρίῳ — ἴτριον cake neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴτρια — ἴτριον cake neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιτρίνεος — ἰτρίνεος, α, ον (Α) όμοιος με ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + κατάλ. νέος (πρβλ. μειλί νεος, πυξί νεος)] … Dictionary of Greek
ιτρίς — ἰτρίς, ἡ (Μ) ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ίτριον] … Dictionary of Greek
ερείκιον — ἐρείκιον, τὸ (Α) 1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον) 2. πληθ. τὰ ἐρείκια εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. ιον, από το οποίο με σίγηση τού αρχικού άτονου ε… … Dictionary of Greek